- κοιτώνιον
- κοιτών-ιον, τό, Dim. of κοιτών, Stud.Pal.20.67.32, Sch.Ar.Lys.160.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοιτώνιον — κοιτώνιον, τὸ (Α) [κοιτών] μικρό υπνοδωμάτιο … Dictionary of Greek
κοιτώνιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιτωνιάρχης — κοιτωνιάρχης, ὁ (Μ) θαλαμηπόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιτώνιον + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. δαιμονι άρχης, στρατ άρχης] … Dictionary of Greek